- παρενιαυτοφόρος
- παρενῐαυτοφόρος, ον,A fruiting every other year, Thphr.CP1.20.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενιαυτοφόρος — ον, Α αυτός που καρποφορεί κάθε δεύτερο έτος, ο «παραχρονιάτικος» («παρενιαυτοφόρα δὲ καὶ οὐκ ἐπετειοφόρα τῶν δένδρων... τὰ ξηρὰ καὶ ξυλώδη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνιαυτός «χρόνος, έτος» + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
παρενιαυτοφόρα — παρενιαυτοφόρος fruiting every other year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενιαυτοφορία — η [παρενιαυτοφόρος] (γεωπ.) η κάθε δεύτερο χρόνο και όχι η κάθε έτος καρποφορία τών δένδρων … Dictionary of Greek